22 Απριλίου 1827: Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης τραυματίζεται από σφαίρα στο Φάληρο – Υπόνοιες για δολοφονική απόπειρα από πολιτικούς του αντιπάλους
Σαν σήμερα
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου του 1780 (ή, κατά άλλες πηγές, το 1782) στο Μαυρομάτι Καρδίτσας. Ήταν γιος του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, η οποία ήταν αδελφή του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφη του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια Σαρακατσάνων που τον ανέλαβε ως θετούς γονείς, καθώς η μητέρα του, αδυνατώντας να αντέξει τον διασυρμό μιας παράνομης σχέσης, τον εγκατέλειψε και πέθανε όταν εκείνος ήταν μόλις οκτώ ετών.
Η κληρονομιά της μητέρας του ήταν εμφανής στον χαρακτήρα του. Ο «γιος της καλογριάς», όπως συχνά τον αποκαλούσαν, ξεχώριζε για τον ανυπότακτο και ατίθασο χαρακτήρα του, καθώς και για τη φημισμένη, παροιμιώδη βωμολοχία του.
Σε κλέφτικη ομάδα από 15 ετών
Σε ηλικία 15 ετών, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγκατέλειψε τους θετούς του γονείς και σχημάτισε μια ομάδα κλεφτών από συνομηλίκους του. Τρία χρόνια αργότερα, έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά, ο οποίος, αναγνωρίζοντας την ισχυρή προσωπικότητά του, τον ενέταξε στη σωματοφυλακή του. Στην αυλή των Ιωαννίνων, ο Καραϊσκάκης όχι μόνο διδάχθηκε την πολεμική τέχνη, αλλά έμαθε και τα βασικά της γραφής και της ανάγνωσης. Τον Μάρτιο του 1798, ακολούθησε τον Αλή Πασά στην εκστρατεία του εναντίον του Πασβάνογλου, Πασά του Βιδινίου, ενώ παράλληλα προέβη σε μυστικές διαπραγματεύσεις μαζί του.
Γύρω στο 1804, εγκατέλειψε τον Αλή Πασά και ενώθηκε με το σώμα του θρυλικού κλέφτη Κατσαντώνη. Διακρίθηκε σε πολλές μάχες εναντίον του πρώην αφεντικού του και κέρδισε τον τίτλο του πρωτοπαλίκαρου του Κατσαντώνη. Την άνοιξη του 1807, ο Κατσαντώνης αποδέχθηκε πρόσκληση να βοηθήσει την υπό ρωσική κυριαρχία Λευκάδα, που βρισκόταν υπό την απειλή επίθεσης από τον Αλή Πασά. Εκεί, ο Καραϊσκάκης συνάντησε άλλους οπλαρχηγούς και γνώρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά την κατάληψη της Λευκάδας από τους Γάλλους, τον Ιούλιο του 1807, επέστρεψε στα Άγραφα με τους άνδρες του Κατσαντώνη.
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ο Κατσαντώνης συνελήφθη από τον Αλή Πασά και εκτελέστηκε. Την ηγεσία της ομάδας ανέλαβε ο αδελφός του, Λεπενιώτης, ενώ ο Καραϊσκάκης συνέχισε τη δράση του ως κλέφτης. Το 1809 εντάχθηκε στα ελληνικά τάγματα που σύστησαν οι Βρετανοί υπό τον Ριχάρδο Τσορτς, με στόχο την εκδίωξη των Γάλλων από τα Επτάνησα. Το 1812, μετά τη διάλυση της ομάδας του Λεπενιώτη από τον Αλή Πασά, ο Καραϊσκάκης δήλωσε υποταγή και επέστρεψε στα Γιάννενα. Την ίδια περίοδο παντρεύτηκε τη Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες και έναν γιο, τον Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη, που αργότερα διακρίθηκε ως στρατιωτικός και πολιτικός (1826-1898).
Περί τα μέσα του 1820, όταν ο Αλή Πασάς κηρύχθηκε αποστάτης από τον Σουλτάνο, ο Καραϊσκάκης αρχικά τον υποστήριξε. Ωστόσο, όταν διαπίστωσε ότι ο αγώνας του Αλή ήταν μάταιος, τον εγκατέλειψε μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και άλλους Έλληνες, δηλώνοντας υποταγή στον Σουλτάνο. Τον Ιανουάριο του 1821 συμμετείχε σε σύσκεψη στη Λευκάδα, όπου αποφασίστηκε η προετοιμασία της Επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα. Τον Απρίλιο, προσπάθησε ανεπιτυχώς να ξεσηκώσει τους Ακαρνάνες και κατέφυγε στα χωριά των Τζουμέρκων. Τον Μάιο, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς, δημιούργησε στρατόπεδο στο Πέτα της Άρτας και συμμετείχε στις μάχες ενάντια στους Τούρκους στο Κομπότι (30 Μαΐου και 8 Ιουνίου), όπου τραυματίστηκε και αποσύρθηκε για θεραπεία. Τον Σεπτέμβριο, σε συνεργασία με Αρβανίτες και άλλους οπλαρχηγούς, κατέλαβε την Άρτα.
Το 1822 βρέθηκε σε διαμάχη με τον κλεφτοκαπετάνιο Γιαννάκη Ράγκο, εκλεκτό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, για το αρματολίκι των Αγράφων. Από τότε ξεκίνησε και η εχθρική του σχέση με τον φαναριώτη πολιτικό.
Η πρώτη μεγάλη νίκη κατά των Τούρκων
Στις 15 Ιανουαρίου 1823, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης καταγράφει την πρώτη του μεγάλη νίκη κατά των Τούρκων στη Μάχη του Σοβολάκου. Μέχρι τα μέσα του ίδιου έτους, προάγεται σε στρατηγό. Ωστόσο, η υγεία του επιδεινώνεται λόγω της φυματίωσης, και αναζητά ανάπαυση στο μοναστήρι του Προυσού.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος τον κατηγορεί για εσχάτη προδοσία, οδηγώντας τον σε δίκη στο Αιτωλικό την 1η Απριλίου 1824. Παρά την απόδειξη της αβάσιμης φύσης των κατηγοριών, ο Καραϊσκάκης χάνει τα αξιώματά του και αναγκάζεται να καταφύγει στο Καρπενήσι. Στα μέσα του 1824, μεταβαίνει στο Ναύπλιο, την έδρα της κυβέρνησης, με σκοπό να υπερασπιστεί την αθωότητά του.
Τον Δεκέμβριο του 1824, συμμετέχει στο ρουμελιώτικο στρατιωτικό σώμα που εκστρατεύει στην Πελοπόννησο, στηρίζοντας τους «κυβερνητικούς» στη σύγκρουσή τους με τους «αντικυβερνητικούς» κατά τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Σε αυτή την περίοδο, λαμβάνει μέρος στο πλιάτσικο στην περιοχή των Καλαβρύτων, μια από τις πιο ατυχείς στιγμές της καριέρας του κατά την Επανάσταση του 1821.
Στις 7 Απριλίου 1825, συμμετέχει χωρίς ηγετικό ρόλο στη μάχη στο Κρεμμύδι, όπου οι Έλληνες υφίστανται βαριά ήττα από τον στρατό του Ιμπραήμ, σηματοδοτώντας μια κρίσιμη καμπή για την επανάσταση. Με την κατάσταση να επιδεινώνεται, η κυβέρνηση στέλνει τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, ώστε να αναζωπυρώσει τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων.
Τον Μάιο του 1825, φτάνει στο Δίστομο και αποτρέπει την κατάληψη του χωριού από τις τουρκικές δυνάμεις της Άμφισσας. Παρά τις προσπάθειές του να βοηθήσει τους πολιορκημένους στο Μεσολόγγι μέσω αντιπερισπασμών, οι ενέργειές του δεν αποφέρουν ουσιαστικά αποτελέσματα. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου και την καταστολή της επανάστασης στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στο Ναύπλιο, ζητώντας οικονομική υποστήριξη από την κυβέρνηση για να συνεχίσει τον αγώνα απελευθέρωσης της Στερεάς Ελλάδας.
Αρχιστράτηγος της Ρούμελης
Τον Ιούλιο του 1826 διορίζεται αρχιστράτηγος της Ρούμελης, με πλήρη δικαιοδοσία. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να ανακουφίσει τους πολιορκημένους της Ακρόπολης της Αθήνας. Στις 6 Αυγούστου νικά τους Τούρκους στο Χαϊδάρι και θα επαναλάβει τη νίκη του δύο ημέρες αργότερα.
Παρότι σοβαρά άρρωστος, θα επιχειρήσει εκστρατεία προς τη Δόμβραινα τον Οκτώβριο για να αποκόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη. Θα εκκαθαρίσει την περιοχή και στις 24 Νοεμβρίου του 1826 θα σημειώσει μεγαλειώδη νίκη επί των Τούρκων στην Αράχωβα, σε μία πολυήμερη μάχη, που θα αναδείξει τις στρατηγικές του ικανότητες. Για τους κατακτητές ήταν η δεύτερη μεγάλη καταστροφή μετά τα Δερβενάκια. Μετά τη διασφάλιση της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας επιστρέφει στην Αττική για να αντιμετωπίσει τον Κιουταχή, που συνεχίζει την πολιορκία της Ακρόπολης (28 Φεβρουαρίου 1827). Θα σημειώσει δύο σπουδαίες νίκες, στο Κερατσίνι (4 Μαρτίου) και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα (13 Απριλίου).
Στις 21 Απριλίου του 1827 οι ελληνικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει στο Φάληρο για να αντιμετωπίσουν σε μία ακόμη μάχη τον Κιουταχή. Την αρχιστρατηγία είχαν αναλάβει οι άγγλοι φιλέλληνες Ριχάρδος Τσορτς και ο Τόμας Κόχραν, με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας. Ο Καραϊσκάκης είχε διαφωνήσει με το σχέδιο της κατά μέτωπον επίθεσης και είχε αποσυρθεί στη σκηνή του άρρωστος.
Ο θάνατος
Την επόμενη μέρα, μια ομάδα Ελλήνων στρατιωτών επιτέθηκε απροειδοποίητα στο στρατόπεδο του Κιουταχή. Για να αποτρέψει τη γενίκευση της σύγκρουσης, ο Καραϊσκάκης βγήκε από τη σκηνή του και κατευθύνθηκε έφιππος στο σημείο της συμπλοκής, γύρω στις 4 το απόγευμα. Δυστυχώς, μια σφαίρα τον τραυμάτισε σοβαρά στο υπογάστριο. Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών, ο Καραϊσκάκης άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 το πρωί της 23ης Απριλίου 1827, την ημέρα της ονομαστικής του εορτής.
Έχουν εκφραστεί απόψεις ότι ο θάνατός του ίσως να ήταν αποτέλεσμα δολοφονικής ενέργειας, πιθανώς με υποκίνηση των Άγγλων, που στόχευαν στη γεωγραφική περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, ή του μεγάλου πολιτικού του αντιπάλου, Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
Την επομένη του θανάτου του, οι Έλληνες, με καταρρακωμένο ηθικό και κακή στρατηγική, υπέστησαν μια οδυνηρή ήττα στη Μάχη του Αναλάτου από τον Κιουταχή, ο οποίος σύντομα κατέστειλε την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα. Το έθνος θρήνησε την απώλεια του ηγέτη του, και δικαίως, καθώς ο χαμός του αποδείχθηκε ανεπανόρθωτος.
Ο Καραϊσκάκης, παρά την αδύναμη φυσική του κατάσταση, τη φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε, το μέτριο ανάστημα και τον εκρηκτικό του χαρακτήρα, διέθετε σιδερένια θέληση, οξυμένη κριτική σκέψη και μοναδική ικανότητα στη λήψη και εκτέλεση γρήγορων αποφάσεων. Ήταν ένας πραγματικός ηγέτης. Όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος, ο χαρακτήρας του μπορούσε να τον κάνει άλλοτε άγγελο και άλλοτε διάβολο.
πηγή: athensmagazinegr