Το ζήτημα των συντάξεων χηρείας παραμένει ανοιχτό και κάθε μέρα που περνά χωρίς λύση το καθιστά ακόμη πιο περίπλοκο. Το πολιτικό κόστος τυχόν μειώσεων θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό, καθώς οι δικαιούχοι ανήκουν σε μια από τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Την ίδια ώρα, οι δημοσιονομικές πιέσεις είναι έντονες, ενώ οι εκκρεμείς προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας αυξάνουν την αβεβαιότητα, ειδικά για το εάν οι δικαιούχοι δύο συντάξεων δικαιούνται και διπλή εθνική σύνταξη ή μόνο μία. Στο υπουργείο Εργασίας αναγνωρίζουν την ανάγκη για δίκαιη λύση και εξετάζουν πέντε διαφορετικά σενάρια, προκειμένου να επιτευχθεί ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική προστασία και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.
- Διατήρηση του 70%Να μην υπάρξει καμία μείωση μετά την τριετία, ώστε η σύνταξη χηρείας να παραμένει στο 70% ανεξαρτήτως ηλικίας, εργασίας ή ύπαρξης δεύτερης σύνταξης. Το ζήτημα σε αυτήν την περίπτωση είναι πώς θα αντιμετωπιστούν όσοι έχουν ήδη υποστεί περικοπές, αλλά και το δημοσιονομικό κόστος.
- Δυνατότητα επιλογήςΟι δικαιούχοι που λαμβάνουν και δική τους σύνταξη να επιλέγουν σε ποια σύνταξη θα εφαρμοστεί η μείωση – στη δική τους ή στη χηρείας – ώστε να περιορίζεται η συνολική απώλεια εισοδήματος.
- Μείωση μόνο στην εθνική σύνταξηΝα περιοριστεί η περικοπή αποκλειστικά στο κομμάτι της εθνικής σύνταξης, αφήνοντας ανέπαφο το αναλογικό τμήμα, ενώ ταυτόχρονα να ακυρωθούν τυχόν αναδρομικές μειώσεις.
- Εφαρμογή του νόμου με αναδρομικάΝα ισχύσει κανονικά ο νόμος Κατρούγκαλου με αναδρομικές περικοπές. Σε αυτή την περίπτωση προτείνεται τα ποσά που θεωρούνται αχρεωστήτως καταβληθέντα να επιστραφούν σε δόσεις, ώστε να μετριαστεί η οικονομική επιβάρυνση.
- Δίχτυ ασφαλείαςΝα θεσπιστεί κατώτατο όριο, κάτω από το οποίο δεν θα μπορεί να πέσει το συνολικό εισόδημα του δικαιούχου, ακόμα και μετά την περικοπή.
Από το 2016, με τον νόμο 4387 («νόμος Κατρούγκαλου»), οι συντάξεις χηρείας καθορίστηκαν στο 70% της σύνταξης του θανόντος για τρία χρόνια, με το ποσοστό να μειώνεται στο 35% εφόσον ο δικαιούχος εργαζόταν ή λάμβανε δική του σύνταξη. Ωστόσο, η εφαρμογή της διάταξης υπήρξε άνιση, οδηγώντας σε σημαντικές ανισότητες.
Στον ιδιωτικό τομέα, οι τεχνικές δυσκολίες οδήγησαν στο να συνεχίσουν χιλιάδες δικαιούχοι να λαμβάνουν το αρχικό ποσοστό 70%, χωρίς να υπάρχει πλέον νομική βάση. Αντίθετα, στο Δημόσιο η εφαρμογή υπήρξε πιο συνεπής, αν και και εκεί έχουν γίνει περικοπές σε ορισμένες περιπτώσεις.
Το αποτέλεσμα είναι μια «διπλή αδικία»: από τη μια, δικαιούχοι που έχουν ήδη υποστεί μειώσεις κινδυνεύουν με νέες περικοπές, ενώ από την άλλη, πολίτες με ίδια χαρακτηριστικά εξακολουθούν να λαμβάνουν υψηλότερα ποσά. Επιπλέον, η ΕΦΚΑ ζητά συχνά αναδρομική επιστροφή ποσών πενταετίας, επιβαρύνοντας ανθρώπους που είχαν συμμορφωθεί καλόπιστα με τον νόμο.
Το υπουργείο Εργασίας εξετάζει σενάρια που θα αποκαταστήσουν την ισονομία, λαμβάνοντας υπόψη το κοινωνικό και πολιτικό κόστος, τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και την ανάγκη διατήρησης της εμπιστοσύνης των πολιτών. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν αναμένεται να επηρεάσουν καθοριστικά το ύψος των μελλοντικών συντάξεων χηρείας.
Γράφει ο Οδυσσέας Δροπολίτης
πηγή: aftodioikisi