Η παρενιαυτοφορία στα ελαιόδεντρα συνδέεται με την έκφραση συγκεκριμένων γονιδίων και επηρεάζεται από περιβαλλοντικούς και αγρονομικούς παράγοντες, στους οποίους μπορεί να παρέμβει ο παραγωγός προκειμένου να διασφαλίσει σταθερή σοδειά, όπως υποστηρίζει πρόσφατη ισπανική μελέτη.
Το φαινόμενο αυτό αφορά την τάση των ελαιοδέντρων να εναλλάσσουν έτη έντονης καρποφορίας με έτη χαμηλής ή μηδενικής παραγωγής. Οι μοριακοί μηχανισμοί που επηρεάζουν αυτή την εναλλαγή έχουν αποκαλυφθεί μέσω αλληλουχίας των μεταγραφών σε φύλλα και βλαστούς κατά τα έτη φόρτισης και εκφόρτισης.
Προφανώς, σημαντική επιρροή στην εναλλαγή της παραγωγής δίνει η ανάπτυξη των βλαστών το έτος που προηγείται της καρποφορίας.
Τρεις φάσεις συνθέτουν την καρποφορία: επαγωγή, έναρξη και διαφοροποίηση. Κάθε φάση είναι απαραίτητη για την επιτυχία της παραγωγής, με την χρονική στιγμή της άνθησης να είναι κρίσιμη, καθώς αυτή συμπίπτει με την ολοκλήρωση της σκλήρυνσης του πυρήνα του ελαιόκαρπου.
Η έντονη βλαστική ανάπτυξη βλαστών ηλικίας ενός έτους κατά τη διάρκεια της άνοιξης, ακολουθείται από μια στρατηγική κλαδέματος το καλοκαίρι, καθώς φαίνεται να παίζει βασικό ρόλο στην ενίσχυση της επαγωγής των ανθικών μπουμπουκιών και διαφοροποίηση βλαστών.
Ένα υψηλό φορτίο καρπού μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την επιμήκυνση των μικτών βλαστών ηλικίας ενός έτους, οδηγώντας σε μείωση της παραγωγής νέων αναπαραγωγικών μπουμπουκιών για το επόμενο έτος.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί αν η αφαίρεση των καρπών κατά τη διάρκεια μιας χρονιάς με έντονη καρποφορία είναι αποτελεσματική για την πρόκληση ανθοφορίας μόνο εάν γίνει έναν έως λίγους μήνες πριν από την έναρξη της περιόδου επαγωγής. Είναι επομένως, προφανές ότι το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας γίνεται πιο έντονο σε φυτά που συγκομίζονται καθυστερημένα ή δεν συγκομίζονται καθόλου.
Μετά την επαγωγή, η φάση έναρξης δεν παρουσιάζει μορφολογικές αλλαγές στο βλαστό, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ώρες ψύχους (< 12,5 °C) προκειμένου να μπούμε στη φάση του ληθάργου.
Η τελευταία φάση, η διαφοροποίηση, ξεκινά με το σχηματισμό της ταξιανθίας στον οφθαλμό και είναι η μοναδική φάση που επιφέρει ορατές μορφολογικές αλλαγές. Η θρεπτική κατάσταση του εδάφους και η διαθεσιμότητα νερού είναι επίσης παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη νέων βλαστών, ενώ η βέλτιστη περίοδος για αυτές τις διεργασίες συχνά δεν είναι ξεκάθαρη.
Μελετήθηκε, λοιπόν, το πρότυπο ανάπτυξης του βλαστικού τμήματος των μικτών βλαστών ενός έτους (έτος n) και η ανθοφορία του επόμενου έτους (n + 1) υπό συνθήκες αγρονομικής διαχείρισης.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αποκάλυψαν ότι ο αριθμός των ταξιανθιών σε μικτούς βλαστούς ηλικίας ενός έτους το επόμενο έτος επηρεάζεται από το επίπεδο βλαστικής ανάπτυξης. Ιδιαίτερα, οι πρώιμοι βλαστοί παρουσίασαν περισσότερες ταξιανθίες ανά οφθαλμό. Οι κόμβοι που αναπτύχθηκαν τον Ιούνιο και τον Ιούλιο απέδωσαν τις περισσότερες ταξιανθίες ανά μπουμπούκι, σε αντίθεση με εκείνους που αναπτύχθηκαν την άνοιξη ή στα τέλη του καλοκαιριού.
Συνολικά, λοιπόν, για τη αποτελεσματική διαχείριση της παρενιαυτοφορίας και την εξασφάλιση σταθερής παραγωγής κάθε χρόνο απαιτείται η πρώιμη συγκομιδή των ελιών, ιδανικά πριν από το Δεκέμβριο, καθώς και η σωστή διαχείριση της βλαστικής ανάπτυξης κατά την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού, όπως διαπιστώνει η μελέτη.
Με πληροφορίες από teatronaturale.it
πηγή: Ελαίας Καρπός.gr